φατριαστής

φατριαστής
ο, ΝΜΑ, και φρατριαστής ΜΑ [φατριάζω / φρατριάζω]
άτομο που φατριάζει
μσν.
συνωμότης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φατριαστής — ο αυτός που φατριάζει, που κομματίζεται, που μεροληπτεί, ο ρουσφετολόγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • москолоудивъ — (2*) пр. Непостоянный, склонный к измене: строптивыи во ѹстѣхъ своiхъ нѡси||ть погибель. сварливыи ѹстнама ѹстрашить собе. мсколудивъ [так!] ˫азыкомь впадаѥть въ злѡ. (ἀνὴρ εὐμετοβολος) МПр XIV, 11–11 об.; да не будеть в васъ никтоже всепагубно… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • φατριάζω — ΝΜΑ, και φρατριάζω ΜΑ [φατρία / φρατρία] νεοελλ. 1. ενεργώ ως φατριαστής, δρω για τα συμφέροντα τής φατρίας στην οποία ανήκω 2. δρω υπέρ τού κόμματος στο οποίο ανήκω υπερβαίνοντας τα όρια τής νομιμότητας και τής ευπρέπειας μσν. αρχ. συνωμοτώ αρχ …   Dictionary of Greek

  • φατριαστικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε φατριαστή. επίρρ... φατριαστικώς και φατριαστικά Ν με φατριασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φατριαστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα] …   Dictionary of Greek

  • φρατριαστής — ὁ, ΜΑ βλ. φατριαστής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”